- κόραυνα
- κόραυνα, ἡ, barbarism for κόρη, Ar.Av.1678.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόραυνα — κόραυνα, ἡ (Α) (κωμ. βαρβαρισμός στον Αριστοφ.) κόρη … Dictionary of Greek